Δυο είναι οι εκδοχές που ακούγονται για το πως το χωριό ονομάστηκε Μακρυκάπα.Τις μεταφέρουμε και τις δυο με τις επιφυλάξεις μας.Η μια είναι απο το σχήμα Κ που σχηματίζουν τα τρία βουνά που το περιβάλουν και η δεύτερη αποψη ,και πιο πιθανή,εχει να κάνει με τις μακριές κάπες που φορούσαν οι τσοπάνηδες των Βαβούλων για να προστατευθούν απο τους βαριούς χειμώνες του βουνού.Οι βαριές και μακριες κάπες των τσοπάνηδων προκάλεσαν εντύπωση στους καμπίσιους που δεν ήξεραν αυτό το ρούχο όταν οι Βαβουλιώτες κατέβηκαν για εγκατάσταση μετά την απελευθέρωση.Έτσι έλεγαν το μέρος που ζούν οι άνθρωποι με τις μακριές κάπες.Η Μακρυκάπα είναι χωριό του Δήμου Διρφύων - Μεσσαπίων του Νομού Εύβοιας, ο οποίος δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση των δήμων Μεσσαπίων και Διρφύων. Έχει πληθυσμό 804 κατοίκων σύμφωνα με την απογραφή του 2011 και βρίσκεται σε υψόμετρο 160 μέτρων. Απέχει 14 χλμ. Α.-ΒΑ. από τα Ψαχνά και 30 ΒΑ. από τη Χαλκίδα. Το χωριό είναι κτισμένο κατά μήκος του δρόμου πάνω απο το κατάφυτο με πλατάνια ποτάμι.Δίπλα ο οικισμός Εφτακόνακα ο οποίος είναι παλαιότερος της Μακρυκάπας.

Σελίδες

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

«Το μοιρολόι της Παναγίας»



Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε, για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε, έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμα, για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ’ ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ’ αργυροψάλιδο, να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα,
πήραν το δρόμο, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα
κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της,
τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άι-Γιάννη.
Αφέντη Αγιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
μην’ είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλο σου;
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο, για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ο Γιόκας σου και με διδάσκαλος μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον ερωτάει:
Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε τραπέζι θλιβερό κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά, να την(ε) λάβουν όλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ’ ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν’ ο θεός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει.
Κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.

Γιάννης Γιαννούκος  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου